ζυμωτό

ζυμωτό
το замес, выпечка (количество выпеченного хлеба)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ζυμωτό" в других словарях:

  • ζυμωτός — ή, ό (Α ζυμωτός, όν) [ζυμώ] αυτός που έχει ζύμη, που έχει υποστεί ζύμωση, ένζυμος νεοελλ. 1. αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό ψωμί») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτό η ποσότητα τών αλεύρων που ζυμώνεται κάθε φορά και η ανάλογη αρτοπαραγωγή …   Dictionary of Greek

  • ζυμωτός — ή, ό αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια: Έφεραν από το χωριό ζυμωτό ψωμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»